Λιβυρνικῆς

Λιβυρνικῆς
Λιβυρνικός
the Liburnians
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μίμημα — μίμημα, τὸ (Α) [μιμούμαι] 1. αντικείμενο που έχει κατασκευαστεί κατ απομίμηση, ομοίωμα, αντίτυπο («Λιβυρνικῆς μίμημα κανδύης χιτών», Αισχύλ.) 2. καλλιτεχνική αναπαράσταση, το αποτέλεσμα τής καλλιτεχνικής μίμησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”